Ο βίαιος ξεριζωμός από την πατρίδα, ως αποτέλεσμα ξένης επιδρομής ή εμφύλιου πολέμου, καθώς και η δίωξη και η απειλή εξόντωσης, ως αποτέλεσμα επιβολής, στην πατρίδα, ενός άδικου, ανελεύθερου και καταπιεστικού καθεστώτος, αποτελούν διαχρονικές πτυχές της ανθρώπινης τραγωδίας. Στη σύγχρονη εποχή, η οδυνηρή αυτή πραγματικότητα προεκάλεσε, τον περασμένο αιώνα, ροές εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και, στις ημέρες μας, μαζικές εξόδους εκατομμυρίων. Κατέστησε δε το προσφυγικό ζήτημα και τον καταρτισμό πολιτικών για τη διαχείρισή του διεθνή ζητήματα κορυφαίας σημασίας και άμεσης προτεραιότητας. Οι εκπατρισμένοι και οι διωκόμενοι, κατά κανόναν άνθρωποι εξαθλιωμένοι, καταφεύγουν σε ξένη χώρα και εκεί αναζητούν προστασία και βοήθεια, αναζητούν «άσυλο» (η λέξη «άσυλον» ετυμολογείται από το επίθετο της αρχαίας Ελληνικής «άσυλος», που σημαίνει, κατ’ αρχάς, αυτόν που προστατεύεται από τη λεηλασία, από τη λαφυραγωγία (α-συλώ) και, κατ’ επέκτασιν, τον ιερό και απαραβίαστο, τον ασφαλή τόπο, ιδίως όσον αφορά στα πρόσωπα που αναζητούν προστασία). Το άσυλο αποτελεί θεσμό του δημόσιου διεθνούς δικαίου και σημαίνει την εκ μέρους ορισμένου κράτους παροχή, κατά την άσκηση των κυριαρχικών του δικαιωμάτων και εντός της εδαφικής του επικρατείας, προστασίας και βοήθειας σε αλλοδαπό ο οποίος, ευρισκόμενος σε σοβαρό κίνδυνο, τα αναζητεί.
Το εκάστοτε συγκεκριμένο σύστημα ασύλου εξαρτάται από τη δομή του κράτους υποδοχής και αντανακλά το επίπεδο δημοκρατίας, ηθικής και ανθρωπισμού που το χαρακτηρίζουν. Όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών: «Η προστασία και η περίθαλψη του ξένου σε κατάσταση ανάγκης δεν γίνεται αντιληπτή μόνο ως μια πράξη που εκπληρώνει κυρίως ένα ηθικό καθήκον προς εκείνον ως συνάνθρωπο, ούτε συνιστά απλώς μια – δίχως άλλο, χρήσιμη για την ίδια – μέθοδο πολιτικής αυτοπροβολής, αλλά συνέχεται επίσης με ένα είδος τελείωσης της ίδιας της δημοκρατικής πολιτείας και των θεσμών της … η πόλη που μαθαίνει να ενδιαφέρεται για την τύχη και την ελευθερία εκείνων που δεν είναι πολίτες της, και αναζητεί τρόπους να είναι πιο δίκαιη μαζί τους, είναι κατά τούτο καλύτερη πόλη, όχι μόνο απέναντί τους αλλά και απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό» (Κ. Παπαγεωργίου, «Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους», εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, 2017, σελ. 12-13). Το γεγονός πως τα κράτη διαθέτουν το κυριαρχικό δικαίωμα καθορισμού των προϋποθέσεων παροχής ασύλου και ανάκλησής του, δεν τα απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής, κατά τη διαμόρφωση της προσφυγικής τους πολιτικής, των σχετικών διεθνών υποχρεώσεών τους. Επιπλέον, καθ’ ων χρόνο οι πρόσφυγες ευρίσκονται εντός της επικράτειάς τους, τα κράτη οφείλουν να αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους και να διασφαλίζουν την άσκησή τους.
Το «άσυλον», ως εθιμικός θεσμός, είναι γνωστός από την αρχαιότητα. Η πρώτη μαρτυρία για την παραχώρησή του εντοπίζεται στην τραγωδία του Αισχύλου «Ικέτιδες» (διδάχθηκε περί το έτος 463 π.Χ)., η πλοκή της οποίας εκτυλίσσεται ως εξής: Οι Δαναΐδες, οι πενήντα (50) θυγατέρες του Δαναού, προσέφυγαν στο Άργος και ικέτεψαν τον βασιλιά Πελασγό να τους προσφέρει «ασυλία» για να αποφύγουν τους αιμομικτικούς γάμους με τους ισάριθμους εξαδέλφους τους, τους υιούς του Αιγύπτου. Ο βασιλιάς Πελασγός αντιμετώπισε δίλημμα: Η παροχή της ασυλίας εγκυμονούσε την απειλή επίθεσης εναντίον του Άργους από τους βάρβαρους υιούς του Αιγύπτου. Η άρνηση της ασυλίας εγκυμονούσε την απειλή της τιμωρίας της πόλης από τον Δία, προστάτη των ικετών. Επιπλέον, άρνηση της ασυλίας θα οδηγούσε τις Δαναΐδες στην αυτοκτονία και την πόλη στην συνακόλουθη ηθική μόλυνση, στο μίασμα. Ο Πελασγός προέκρινε την ανθρωπιστική και ηθική λύση και παρέσχε ασυλία στις ικέτιδες Δαναΐδες αφού προηγουμένως εξασφάλισε τη συναίνεση των συμπολιτών του. Πέτυχε τη συναίνεση αφού προέτρεψε τον Δαναό να κοσμήσει τους ναούς της πόλης με κλάδους ελιάς για να ευχαριστήσει τους Αργείους. Οι ικέτιδες Δαναΐδες, αναγνωρίζοντας την ευεργεσία που τους έγινε, ευχαρίστησαν την πόλη του Άργους και της ευχήθηκαν παντοτινή ειρήνη και ευημερία. Η τραγωδία του Αισχύλου «Ικέτιδες» είναι σπουδαία και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα: Πρώτον, αποκαλύπτει την διαχρονικότητα της ανθρωπιστικής αρχής της αλληλεγγύης προς τους πρόσφυγες. Δεύτερον, αποκαλύπτει το γεγονός πως ο θεσμός του ασύλου διατηρεί, στις ημέρες μας, τα κεντρικά χαρακτηριστικά του και πως τα κριτήρια παροχής του ασύλου δεν είναι αμιγώς ανθρωπιστικά και ηθικά. Το εκάστοτε αρμόδιο πολιτειακό όργανο, το οποίο διαχειρίζεται τα ζητήματα των προσφύγων και αποφασίζει για την παροχή ασύλου, ενεργεί και επί τη βάσει του κριτηρίου της ταυτόχρονης προστασίας των συμφερόντων της χώρας υποδοχής. 3.Τρίτον, ο συνετός πολιτειακός άρχων, αντιλαμβανόμενος πως η βοήθεια προς τους ξένους ενδεχομένως να προκαλέσει το φόβο, την ανασφάλεια και την αντίδραση των συμπολιτών του, να διαταράξει τις ισορροπίες και να αποσταθεροποιήσει το εσωτερικό μέτωπο, φροντίζει ώστε οι βοηθητικές, προς τους αιτητές ασύλου, ενέργειες και αποφάσεις του τύχουν της έγκρισης της εσωτερικής κοινής γνώμης. Τρίτον, ο συνετός πολιτειακός άρχων, αντιλαμβανόμενος πως η βοήθεια προς τους ξένους ενδεχομένως να προκαλέσει το φόβο, την ανασφάλεια και την αντίδραση των συμπολιτών του, να διαταράξει τις ισορροπίες και να αποσταθεροποιήσει το εσωτερικό μέτωπο, φροντίζει ώστε οι βοηθητικές, προς τους αιτητές ασύλου, ενέργειες και αποφάσεις του τύχουν της έγκρισης της εσωτερικής κοινής γνώμης.
Όπως ο μυθικός βασιλιάς του Άργους Πελασγός, έτσι ακριβώς και η σύγχρονη διεθνής κοινότητα και τα σύγχρονα κράτη διαχειρίζονται το προσφυγικό ζήτημα και σχεδιάζουν τα συστήματα ασύλου επιχειρώντας τον συγκερασμό αφ’ ενός των αρχών της ηθικής, της αλληλεγγύης και του ανθρωπισμού και αφ’ ετέρου των κρατικών ζωτικών συμφερόντων: της επίτευξης της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων, της διατήρησης της εσωτερικής δημόσιας τάξης και ασφάλειας, της διατήρησης της κοινωνικής συνοχής και της προάσπισης της εθνικής ταυτότητας. Η σύγχρονη απειλή της εσωτερικής δημόσιας τάξης και ασφάλειας από τη διεθνή τρομοκρατία (όπως η απειλή αυτή πραγματοποιήθηκε, ιδίως, με τις επιθέσεις στο Παρίσι το Νοέμβριο του 2015) και η υποψία πως στις ροές των προσφύγων παρεισφρέουν τρομοκράτες, οι οποίοι, στην συνέχεια, αιτούνται άσυλο, θέτουν, δικαιολογημένα, την ανθρωπιστική αυτή πράξη υπό πρόσθετους, αυξημένους ελέγχους. Όμως, η διεθνής κοινότητα και τα δημοκρατικά και ευνομούμενα κράτη πρέπει να αναχαιτίσουν τις προσπάθειες περιορισμού της εξέλιξης του θεσμού του ασύλου, οι οποίες απορρέουν από τις ξενοφοβικές ιδεολογίες, από την αντιπάθεια και την αποστροφή προς κάθε πρόσφυγα και κάθε μετανάστη, και οι οποίες επιχειρούν να νομιμοποιηθούν διαμέσου της συνθηματικής φράσης «η Πατρίδα κινδυνεύει».
Η δεδομένη πραγματιστική και εξισορροπιστική αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος από τους ιθύνοντες, δεν εμποδίζει τη συνεχή αναθεώρηση, βελτίωση και διεύρυνση της προστασίας και της βοήθειας που δίδεται στους εκπατρισμένους και τους διωκομένους. Η πρόοδος που σημειώνεται στο χώρο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και η ευαισθητοποίηση στα ζητήματα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, οδηγούν στη συνεχή αναζήτηση και θεσμοθέτηση μηχανισμών ποικίλης και εκτενούς προστασίας σε αυτές τις κατηγορίες των αναξιοπαθούντων συνανθρώπων μας. Απόδειξη τούτου αποτελούν οι ακόλουθες εξελίξεις:
(α) Η πρωτογενής προστασία, η οποία παρείχετο στους πρόσφυγες κατά τις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, η οποία περιοριζόταν στην ανθρωπιστική βοήθεια (στέγη, τροφή, ένδυση) και την στοιχειώδη διοικητική/νομική κάλυψη (έκδοση πιστοποιητικών ταυτότητας και ταξιδιωτικών εγγράφων) και η οποία αφορούσε μόνον σε συγκεκριμένες, εθνικές ομάδες εκπατρισμένων (ιδίως, Ρώσους που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, Αρμενίους που διέφυγαν από την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για να σωθούν από την γενοκτονία, Γερμανούς Εβραϊκής καταγωγής που εγκατέλειψαν την χώρα τους μετά την επιβολή του καθεστώτος του Ράιχ) έχει σταδιακά διευρυνθεί και βελτιωθεί. Στις ημέρες μας, σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον, στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η έννοια του «πρόσφυγα» έχει αποκτήσει εύρος και καλύπτει κάθε πρόσωπο το οποίο εγκαταλείπει την χώρα καταγωγής του ή την χώρα της προηγούμενης συνήθους διαμονής του (εάν πρόκειται για ανιθαγενή) επειδή οι συνθήκες που επικρατούν εκεί του δημιουργούν βάσιμο φόβο ότι θα διωχθεί λόγω της φυλής ή της ιθαγένειας ή των θρησκευτικών ή των πολιτικών πεποιθήσεών του ή λόγω της ένταξής του σε ορισμένη κοινωνική ομάδα.
(β) Εύρος έχουν αποκτήσει και οι κρίσιμοι όροι «δίωξη», «σοβαρή βλάβη», «υπεύθυνος της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης» και «κοινωνική ομάδα»: έχει αναγνωρισθεί πως οι μορφές δίωξης και σοβαρής βλάβης ως, επίσης, και ο κύκλος των υπευθύνων για τη δίωξη και την σοβαρή βλάβη ποικίλουν και συνεχώς μεταβάλλονται, με αποτέλεσμα να προκρίνεται η ερμηνεία των όρων αυτών κατά τρόπον ευέλικτο και προσαρμοσμένο στην εκάστοτε περίπτωση.
(γ) Κατά τρόπον ευέλικτο και προσαρμοσμένο στην εκάστοτε περίπτωση ερμηνεύεται και ο όρος «κοινωνική ομάδα» με αποτέλεσμα αυτός να καλύπτει πλέον και τις ομάδες των ομοφυλόφιλων ανδρών και των ομοφυλόφιλων γυναικών.
(δ) Το σύστημα διεθνούς προστασίας, ως αυτό ισχύει στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκή Ένωση, κατοχυρώνει το δικαίωμα του αιτητή τέτοιας προστασίας να μην επαναπροωθηθεί, να εισέλθει σε χώρα υποδοχής με σκοπό να συμμετάσχει σε δίκαιες και αποτελεσματικές διαδικασίες για τον προσδιορισμό της κατάστασης και των αναγκών του, να τύχει εξατομικευμένης, δίκαιης, αντικειμενικής, ανεξάρτητης και εντός εύλογου χρόνου αξιολόγησης, να φιλοξενηθεί σε ασφαλές μέρος και υπό συνθήκες κατάλληλες και αξιοπρεπείς, να απολαύσει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες του, να προσφύγει αποτελεσματικά ενώπιον των αρμόδιων αρχών (διοικητικών και δικαστικών) της χώρας υποδοχής, να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας ή να του χορηγηθεί το καθεστώς επικουρικής προστασίας εφ’ όσον πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις.
(ε) Ως σημαντικό βήμα θεωρείται και η παροχή προσωρινής προστασίας σε εκτοπισθέντες (παραδείγματος χάριν στους Σύρους που εγκαταλείπουν την πατρίδα του προσωρινά ένεκα των εκεί διαρκών, αιματηρών συρράξεων). Παρά το ότι το καθεστώς προσωρινής προστασίας παρέχεται μαζικά και όχι εξατομικευμένα, παρά το ότι αυτό δυνατόν να αρθεί και παρά το ότι αυτό δεν διασφαλίζει, για τους δικαιούχους, όλα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας, εντούτοις, πρόκειται για ρύθμιση που επιμαρτυρεί τα συναισθήματα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης της διεθνούς κοινότητας προς τους εκτοπισθέντες εν γένει.
(στ) Αποτελεί πλέον κοινή συνείδηση πως οι εκπατρισμένοι και οι διωκόμενοι δεν έχουν ανάγκη μόνον από υλική βοήθεια (στέγη, τροφή και ένδυση). Έχουν, επίσης, ανάγκη από θεσμική αναγνώριση και νομική/διοικητική κάλυψη για να μπορούν να εντάσσονται στις χώρες υποδοχής, να επανενώνονται με τις οικογένειές τους, να μορφώνονται, να τυγχάνουν περίθαλψης, να θρησκεύουν, να εκφράζουν τις πεποιθήσεις και τις απόψεις τους, να εργάζονται, να διακινούνται και να ταξιδεύουν. Έχουν το δικαίωμα να εξελίσσονται και να απολαμβάνουν, κατ’ αρχήν, όλα όσα η χώρα υποδοχής διασφαλίζει και παρέχει στους πολίτες της.
Σε ό,τι αφορά στην Κυπριακή Δημοκρατία, το νομικό πλαίσιο παροχής προστασίας στους πρόσφυγες καθορίζεται, κυρίως, από τα εξής νομικά κείμενα:
- σε παγκόσμιο επίπεδο: «Σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί του Καθεστώτος των Προσφύγων» και «Πρωτόκολλο επί της Νομικής Κατάστασης των Προσφύγων του 1967»,
- σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης: «Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (ιδίως, τα Άρθρα 3, 8, 13 και 34 αυτής και το Άρθρο 4 του Πρωτοκόλλου αρ.4),
- σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης: (i) «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα» (γνωστός ως «Κανονισμός Δουβλίνο ΙΙI»). (ii) «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 603/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αρ. 604/2013 για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους-μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος-μέλος από υπήκοο τρίτης χώρα ή από απάτριδα και σχετικά με αιτήσεις της αντιπαραβολής με τα δεδομένα Eurodac που υποβάλλουν οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών-μελών και η Ευρωπόλ για σκοπούς επιβολής του νόμου και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) Αριθ. 1077/2011, σχετικά με την ίδρυση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων ΤΠ Μεγάλης Κλίμακας στο Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης». (iii) «Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία». (iv) «Οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας». (v) «Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας».
- σε εσωτερικό επίπεδο: Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (Ν.6(Ι)/ 2000, ως αυτός τροποποιήθηκε στην συνέχεια)
Ας σημειωθεί πως ο μονομερής χαρακτήρας των κρατικών ενεργειών και αποφάσεων περί παροχής διεθνούς προστασίας σε πρόσφυγες δεν αποκλείει τον δικαστικό έλεγχο της άρνησης χορήγησης τέτοιας προστασίας. Δεν αποκλείει, επίσης, τον δικαστικό έλεγχο συναφών ζητημάτων. Τόσον η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights) όσον και η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Court of Justice of the European Union) κατά κανόναν, ωθεί στην καθιέρωση επιμελών, συνεκτικών, ανθρωπιστικών, δίκαιων και ομοιογενών συστημάτων παροχής διεθνούς προστασίας στους πρόσφυγες.